νεόπτολιν — νεόπτολις new founded fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπολις — και ποιητ. τ. νεόπτολις, ἡ (Α) (για τα Άβδηρα) πόλη που κτίστηκε πρόσφατα, πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πόλις] … Dictionary of Greek